- συνενδείκνυσθαι
- σύν-ἐνδείκνυμιmarkpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνενδείκνυμι — Α [ένδείκνυμι] 1. δείχνω μαζί ή ταυτοχρόνως 2. μέσ. συνενδείκνυμαι φανερώνομαι μαζί («οὐδὲ Χριστῷ συνενδείκνυσθαι πέφυκεν ὁ διάβολος», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek